- ἀπρόσκρουστος
- ἀπρόσ-κρουστος, ον,A free from blows,
ἕλκη φυλάττειν ἀ. Hierocl. p.25A.
II not taking offence,πρός τινα Plu. in Hes.65
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕλκη φυλάττειν ἀ. Hierocl. p.25A.
πρός τινα Plu. in Hes.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απρόσκρουστος — ἀπρόσκρουστος, ον (Α) αυτός που δεν προσκρούει κάπου, που δεν αντιμετωπίζει εμπόδια … Dictionary of Greek
ἀπροσκρούστως — ἀπρόσκρουστος free from blows adverbial ἀπρόσκρουστος free from blows masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσκρουστον — ἀπρόσκρουστος free from blows masc/fem acc sg ἀπρόσκρουστος free from blows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσκρούστους — ἀπρόσκρουστος free from blows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσκρουστα — ἀπρόσκρουστος free from blows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)